- παραδειγματάριον
- παραδειγ-μᾰτάριον, τό, Dim. of foreg.,A small model, Ph.Bel.56.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραδειγματάριον — τό, Α μικρό πρότυπο, μικρό υπόδειγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. παράδειγμα, ατος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. λυσ άριον)] … Dictionary of Greek
παραδειγματαρίου — παραδειγματάριον small model neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)